- ευτείχεος
- εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *-τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος τού ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.